- Νεφέλες
- Κωμωδία του Αριστοφάνη. Βλ. λ. Αριστοφάνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
αλεκτρύαινα — ἀλεκτρύαινα, η (Α) θηλ. τού ἀλεκτρυών*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε από τον Αριστοφάνη (Νεφέλες) αναλογικά προς το λέαινα] … Dictionary of Greek
κάρδοπος — η (Α κάρδοπος και καρδόπη) νεοελλ. ναυτ. ειδική μεγάλη σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα τού ψωμιού τών πληρωμάτων αρχ. 1. σκάφη που χρησιμοποιούνταν για το ζύμωμα τού ψωμιού, μάκτρα 2. επιγρ. ξύλινο αγγείο 3. το ιγδίον*. το γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
νεφαλοσύστατος — νεφελοσύστατος, ον (ΑΜ) μσν. όμοιος με σύννεφο αρχ. αυτός που αποτελείται από νεφέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. μονο σύστατος] … Dictionary of Greek
νεφελίζω — (Α) [νεφέλη] περιβάλλω ή καλύπτω με νεφέλες … Dictionary of Greek
νεφεληγερέτα — και σπάν. νεφεληγερέτης, ὁ (Α) 1. (σχετικά με τον Δία) αυτός που συναθροίζει τις νεφέλες, τα σύννεφα («τὴν δ οὔ τι προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον αέρα) αυτός που συγκεντρώνει τα νέφη («ἀέρα νεφεληγερέτην», Εμπεδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ … Dictionary of Greek
νεφεληδόν — (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο τών νεφελών, όπως οι νεφέλες, δηλ. σε μεγάλο αριθμό («νεφεληδὸν ἐπέρρεον αἴθοπες Ἰνδοί», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
νεφελοστάσια — νεφελοστάσια, τὰ (Μ) τόπος όπου στήνονται νεφέλες, δηλ. δίχτια για τη σύλληψη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + στάσιο(ν) (< στάτης < ἵσταμαι), πρβλ. οπλο στάσιον] … Dictionary of Greek